Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ο βασιλιάς και ο ζητιάνος (παραμύθι για τους μικρούς μας φίλους, και όχι μόνο)

...Από αυτά που μου έλεγε η γιαγιά μου...  

   «Τα παραμύθια γράφονται για να κοιμούνται τα παιδιά,
αλλά και για να ξυπνούν οι μεγάλοι»
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Εικόνα:
https://www.kiosterakis.gr/plus/diafora/istories/1259-to-paramythi-pou-den-eixe-telos



      Ήτανε μια φορά ένας πολύ πλούσιος βασιλιάς, που άλλη δουλειά δεν έκανε μέρα-νύχτα, από το να μετράει τα χρυσά φλουριά του. Έξω από το παλάτι του πήγαινε καθημερινά ένας κουρελής ζητιάνος και έπαιζε το βιολί του. Πολλοί από τους περαστικούς τον λυπόντουσαν και του έδιναν ελεημοσύνη. Κι όταν τα νομίσματα που του πέταγαν στο φθαρμένο καπέλο του έφταναν να περάσει την ημέρα του, ο ζητιάνος για να τους ευχαριστήσει έπαιζε πιο δυνατά το βιολί του και σηκωνότανε και χόρευε κιόλας!
     Μια μέρα που ο χορός και το τραγούδι του ζητιάνου ενόχλησαν το βασιλιά, γυρίζει και λέει στη βασίλισσα:
     - Δε μπορώ να καταλάβω, μωρέ βασίλισσα, πού το βρίσκει αυτό το κέφι εκείνος ο κουρελής ζητιάνος. Να φάει δεν έχει, να ντυθεί δεν έχει, όλο κάτι παλιά και τρύπια παπούτσια φοράει… Εμείς, με  το χρυσάφι όλου του κόσμου, ούτε διάθεση έχουμε, ούτε να κοιμηθούμε ήσυχα μπορούμε, ούτε ευχαριστημένοι με τίποτα είμαστε! Εκείνος πού το βρίσκει τόσο κέφι κάθε μέρα;...
     - Χμ! Του απάντησε η βασίλισσα. Θέλεις να σου τον κάνω εγώ αυτόν τον κουρελή να το χάσει από τη  μια στιγμή στην άλλη όλο του το κέφι;
     Περίεργος ο βασιλιάς για τί είχε μηχανευτεί η σατανική βασίλισσα, της απάντησε:
    - Ναι, αλλά δεν νομίζω να τα καταφέρεις και τόσο εύκολα! Αυτός το κέφι το έχει στο αίμα του!
     - Καθόλου δύσκολο, απάντησε εκείνη! Δωσ’ μου ένα πουγκί φλουριά!
     Ακόμα πιο περίεργος για την ευκολία και τη βεβαιότητα της βασίλισσας, της λέει:
     - Να! Πάρε δύο πουγκιά!
   - Φτάνει το ένα, του είπε εκείνη, και το πετάει από το παράθυρο στα πόδια του ζητιάνου.
    Μόλις εκείνος άκουσε το θόρυβο, σταμάτησε το βιολί του και το πήρε στα χέρια του. Αφού το άνοιξε και βεβαιώθηκε τί είχε μέσα, παράτησε το βιολί, κοίταξε γύρω του μήπως τον είδε κανείς κι έφυγε τρέχοντας!
     Πέρασε μια βδομάδα, δύο, ένας μήνας, δεύτερος μήνας, μα τίποτα! Άφαντος ο ζητιάνος! Ικανοποιημένη η βασίλισσα πως κέρδισε το «στοίχημα», κάθε λίγο και λιγάκι το θύμιζε του άντρα της. Λίγο καιρό μετά, όμως, ένας αυλικός λέει του βασιλιά:
     - Μεγαλειότατε, θέλει να σε δει εκείνος ο ζητιάνος που ερχότανε έξω από το παλάτι κι έπαιζε το βιολί του!
     Περίεργος ο βασιλιάς, ζήτησε να τον αφήσουν να περάσει αμέσως. Μόλις εκείνος έφτασε στην πόρτα του παλατιού που τον περίμενε ο γεμάτος απορία βασιλιάς, τού πέταξε το πουγκί με τα φλουριά στα πόδα και του λέει:
     - Πάρε και τα φλουριά σου, πάρε και το καλό τους μαζί! Με αυτά έχασα την ησυχία μου, έχασα τον ύπνο μου, έχασα κάθε διάθεση που είχα, γιατί με απασχολούσαν οι σκέψεις τί να τα κάνω και ο φόβος μήπως μου τα πάρουνε!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.12.2018

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018


Άγνωστα Λειβαρτζινά τραγούδια!

Μερική άποψη του Λειβαρτζίου, 1950
Φωτογραφία: Από το βιβλίο του Αθαν. Θ. Λέλου
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΨΩΦΙΔΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ)

    Δύο άγνωστα, ή τουλάχιστον όχι ευρέως γνωστά, δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στο χωριό μου, «του Σταύρου» και «στη μέση στα Τριπόταμα», είχε την ευγενή καλοσύνη να μου στείλει μέσω διαδικτυακής επικοινωνίας ο Λαογράφος κ. Ηλίας Τουτούνης, προϊόντα των άοκνων και πολυετών λαογραφικών ερευνών και καταγραφών του.    
     Τα τραγούδια αυτά, μαζί με άλλα που είναι ήδη ευρέως γνωστά, «δικαιώνουν» τους στίχους του «πολυτραγουδισμένου» χωριού μου, από παλιότερο ποίημα μου:

«Λειβάρτζι, όμορφο χωριό,
πολυτραγουδισμένο,
στου Ερυμάνθου τις πλαγιές,
εκεί ’σαι φωλιασμένο»

     Η δημοσίευση των τραγουδιών γίνεται με την άδεια του έχοντος τα πνευματικά δικαιώματα, του κ. Ηλία Τουτούνη. Τον ευχαριστώ από καρδιάς, τόσο προσωπικά, όσο και εκ μέρους των συγχωριανών μου.

Του Σταύρου1

Τ’ ακούς καημένε Σταύρο μου, μωρέ παλιoμπαμπέση,
μες το Λειβάρτζι να μην πας και μην κουνάς το φέσι,
ν’ εκεί έχει σόγια δυνατά, δεν παίρνουν από λόγια.
Κι ο Σταύρος δεν με άκουσε, κάνει πως δεν φοβάται,
με το ντουφέκι γι’ αγκαλιά πάει για το Λειβάρτζι.
Και εκεί καρτέρι του ’χανε εφτούνοι οι Ρουφουλαίοι,
ο Στεφανής κι ο Περεκλής, τα δυο πρωταξαδέρφια.
Δυο μαχαιριές του μπήξανε, στην νεφραμιά από κάτω.
Τον κλαίν’ ούλοι οι Λειβαρτζινοί, τον κλαίει και μια χήρα
τον κλαιν’ κι οι Λεχουρίτισσες, οι μικροπαντρεμένες.


Στη μέση τα Τριπόταμα2

Στη μέση στα Τριπόταμα, στην άκρη στο γιοφύρι,
Τουσούμ αγάς καθότανε και κρένει και δικάζει.
Κρένει τη δόλια τη Λενιώ3, δικάζει τον Λιμάζη
και βγάζει το φερμάνι του τί γράφει το κοράνι,
να παίρνει ο Τούρκος τη Ρωμιά, Λιμάζης την Ελένη.
Τ’ άκουσε κι ο Χριστόδουλος και την καρδιά του σφίγγει.
Βάστα καημένη μου καρδιά, να φτάσω στο Λειβάρτζι,
να φτιάξω το ασκέρι μου, να πα’ στη Μοστενίτσα,
να πάρω πίσω το Λενιώ, τους πύργους να χαλάσω,
να πάρω τον Λιμάζαγα σεΐζη τ’ αλογού μου,
να μου ποτίζει τ’ άλογα, να φκιάνει τα παχνιά τους
και το κοντομεσήμερο για ξύλα να παγαίνει
και να διπλοζαλώνεται ν’ ούλο το μεσημέρι.
==========================

     1 Καταγραφή  από τον αείμνηστο Βασίλη Πανούτσο, από το χωριό Αντρώνι, την Τρίτη 1η Μαρτίου 2011.
     2 Tην ομορφιά και το ειδύλλιο της Ελένης, κόρης του κυρ-Χριστόδουλου Παπαδόπουλου, με το Λιμάζαγα, τραγουδούν τρία ακόμη πολύ γνωστά δημοτικά τραγούδια: Το πρώτο είναι το «Ένας ασίκης από το Λειβάρτζι», το δεύτερο «στης Αρκαδιάς τον Πλάτανο» και το τρίτο «πού πας Ελένη αποσπερ(ν)ού». Τα δύο πρώτα μπορείτε να τα αναζητήσετε εύκολα και στο  YouTube. Το τρίτο συμπεριλαμβάνεται σε πρόσφατη έκδοση της ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ (τετραπλός δίσκος CD και βιβλίο 240 σελίδων). Δείτε/διαβάστε περισσότερα για την έκδοση αυτή εδώ:
     3 Για την Ελένη του Λειβαρτζίου, τη συνοικία του χωριού που κατοικούσε, την ομορφιά της και το ειδύλλιο της με τον Λιμάζαγα, δείτε/διαβάστε περισσότερα εδώ:

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.12.12018

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Στίχοι μεγάλων της λογοτεχνίας μας για τα Χριστούγεννα




Από το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη «Νύχτα Γεννήσεως»:

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα: «Χριστός γεννιέται»!


Από το ποίημα του Γεωργίου Βερίτη «Δεύτε Ίδωμεν Πιστοί»:

Ω, συ μεγάλε Αναμενόμενε
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
……………………………
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
-Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.


Από το ποίημα του Στέλιου Σπεράντζα «Χριστούγεννα»:

Στη γωνιά μας κόκκινο
τ’ αναμμένο τζάκι.
Τούφες χιόνια πέφτουνε
στο παραθυράκι.
………………………..
Έλα κι γωνίτσα μας
καρτερεί να ‘ρθεις.
Σου ‘στρωσα Χριστούλη μου
για να ζεσταθείς.


Από το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Χριστούγεννα»:

Να ‘μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.


Από το ποίημα το Τέλλου Άγρα «Χριστούγεννα»:

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
…………………………..
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.


Από το ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη  «Ξημέρωσαν Χριστούγεννα»:

Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!


Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γλυκοφιλούσα»:

Και πάλι κίνησα να ’ρθω, Χριστέ μου, στην αυλή Σου,
να σκύψω στα κατώφλια Σου, τα τρισαγαπημένα,
οπού με πόθο αχόρταγο τα λαχταρεί η ψυχή μου.

Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κ’ η καρδιά μου.
Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους, τα δόλια, να πλαγιάσουν,
τον ιερό Σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.

Από το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Η Γέννηση»

Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. 
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. 
Μου ’δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. 
«Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία». 
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. 
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες 

και δε θα ’χαμε να πούμε 
τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.


Ν.Π., 19.12.2018



Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018


Η «ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ»:
Ένας χρόνος συνεχούς ανοδικής πορείας!



     Σε λίγες μέρες η μηνιαία έντυπη πολυθεματική εφημερίδα η «ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», θα σβήσει το κεράκι στην τούρτα των πρώτων της γενεθλίων! H νέα αυτή έντυπη ενημέρωση της ορεινής Αχαΐας, και όχι μόνο, αποκτά όλο και μεγαλύτερο βεληνεκές και κερδίζει όλο και περισσότερο την αγάπη και την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού της κοινού, που κι αυτό συνεχώς διευρύνεται.
     Ιδρυτής, εκδότης, διευθυντής της ο πολύ αγαπητός φίλος και συντοπίτης Νίκος Κυριαζής, που μετά την πολύχρονη εμπειρία σου στο καταξιωμένο, πλέον, ιστοχώρο ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS (https://www.kalavrytanews.com/) και άλλες δημοσιογραφικές δραστηριότητες, μπήκε δυναμικά και στην έντυπη μηνιαία έκδοση, με την «ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ».
      Με κάθε νέο της φύλλο η εφημερίδα μάς αποδεικνύει ότι πατάει όλο και πιο γερά, όλο και πιο σταθερά, όλο και πιο στέρεα. Μεταξύ των αξόνων  στους οποίους κινείται είναι η δεοντολογία, η αντικειμενικότητα, η έγκυρη ενημέρωση, η αμεσότητα με τον αναγνώστη, το ήθος και ο σεβασμός στις αξίες, το μεράκι και προ πάντων η αγάπη στον τόπο.
     Καθόλου τυχαία δεν επελέγη και καθόλου τυχαία δεν σχεδιάστηκε και το λογότυπό της, το οποίο έχει συμβολική αξία, εμπεριέχοντας τους δύο μεγαλύτερους σταθμούς της ιστορίας της μαρτυρικής πόλης: Στον πρώτο εσωτερικό/μικρό κύκλο του ρολογιού βλέπουμε την παράσταση από το μετάλλιο που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Lange και αφορούσε την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821.  Στην παράσταση αυτή απεικονίζεται ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σε ηγετική μορφή και ηρωική στάση να ορκίζει τους πολεμιστές για το ξεκίνημα του Μεγάλου Ξεσηκωμού, στην Αγία Λαύρα. Στον εξωτερικό/μεγάλο κύκλο οι δείκτες δείχνουν 2:34, καθώς την ώρα εκείνη και εξ αιτίας του ολοκαυτώματος στις 13 Δεκέμβρη του 1943, μαζί με το ρολόι της καθεδρικής εκκλησίας σταμάτησε κι ο χρόνος στη μαρτυρική και ιστορική και ηρωική πόλη των Καλαβρύτων.
    
     Πολύ αγαπητέ φίλε και πατριώτη Νίκο Κυριαζή, η ακεραιότητα του χαρακτήρα σου, το ήθος σου, η αγάπη σου στον τόπο και σ’ αυτό που κάνεις, η αεικινησία σου και η «πανταχού παρουσία» σου στην κάλυψη των θεμάτων της περιοχής μας, των ευχάριστων και των όμορφων, των δυσάρεστων και των άσχημων, γιατί υπάρχουν κι αυτά,  εγγυώνται την συνεχή άνοδο και τη λαμπρή πορεία και των δύο «παιδιών» σου! Καλή συνέχεια, λοιπόν, επ’ αγαθώ του τόπου!
     Σ’ ευχαριστώ και προσωπικά  για το βήμα που απλόχερα μου παρείχες από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του φιλόξενου ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, και συνεχίζεις να μου παρέχεις, φυσικά, με θέματα λαογραφίας/παράδοσης λογοτεχνίας και εν γένει αρθρογραφίας. Το ίδιο σ’ ευχαριστώ που διευρύνεις το βήμα αυτό μέσα από τις σελίδες της «ΩΡΑΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ».   
     Εν μέσω εορτών, λοιπόν,  το δωδέκατο φύλλο της εφημερίδας «Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», αναμένουμε και την εορταστική του έκδοση!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 18.12.2018

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Το βρωμόσκυλο



«Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ»

     Σε ειδική εκδήλωση στις 14 Δεκεμβρίου 2018, στην αίθουσα MegΑrt Gallery, Κασομούλη 102, Ν. Κόσμος, απενεμήθησαν οι τιμητικές διακρίσεις του καθιερωμένου ετήσιου Πανελλήνιου και Πακγκύπριου διαγωνισμού ποίησης και διηγήματος, της ιστορικής ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ. Μεταξύ των πνευματικών έργων πού έλαβαν έπαινο, είναι και το διήγημα «το βρωμόσκυλο» της ταπεινότητάς μου.
     Ολόθερμες οι ευχαριστίες μου στον Πρόεδρο του Δ.Σ. της Ένωσης, κ. Λευτέρη Τζόκα, όλα τα Μέλη του Δ.Σ., καθώς και στην Κριτική Επιτροπή.

     Το σύντομο βίντεο από τη στιγμή της απονομής, από τον πρόεδρο της Ε.Ε.Λ. στην ταπεινότητά μου και φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από το χώρο της εκδήλωσης. Μετά τις φωτογραφίες μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα. 



Η στιγμή της απονομής, από τον πρόεδρο της Ε.Ε.Λ.

Με τον τ. Αντιπρόεδρο της Ε.Ε.Λ., συμμαθητή στα γυμνασιακά θρανία, συντοπίτη και πνευματικό συνοδοιπόρο,
κ. Κωνσταντίνο Νικολόπουλο-Καμενιανίτη.
Διαρκείς οι ευχαριστίες μου στον Κώστα,
που από την αρχή πίστεψε στην πένα μου και πρώτος μου έδωσε τον τίτλο του συγγραφέα.

Όταν σε όμορφες στιγμές σε πλαισιώνουν αγαπημένα πρόσωπα, η χαρά είναι μεγαλύτερη!


Όταν σε όμορφες στιγμές σε πλαισιώνουν αγαπημένα πρόσωπα, η χαρά είναι μεγαλύτερη!

 «Το βρωμόσκυλο»  

    «Μη, Θανάση! Μη! Θα τρομάξουνε τα παιδιά! Όχι! Μη!... Μη!...», ακούστηκαν ξαφνικά δυνατές οι φωνές της γιαγιάς Αργυρώς, της «Θανάσαινας», μόλις είδε τον άντρα της να βγαίνει από την πόρτα της βεράντας του σπιτιού τους και, φτάνοντας στα κάγκελα, να σημαδεύει με την καραμπίνα το «βρωμόσκυλο».
     «Θα το σκοτώσω! Δεν πάει άλλο! Θα μας κολλήσει καμιά παλιαρρώστια, εδώ που βρέθηκε, να το πάρει ο διάολος!», απάντησε με νεύρο και θυμό ο παππούς. Τα λόγια όμως της γυναίκας του, ότι «θα τρομάξουνε τα παιδιά», φάνηκε να τον επηρέασαν και κατέβασε το όπλο.
     Με τον έντονο αυτό διάλογο της γιαγιάς και του παππού, τινάχτηκαν όρθια τα παιδιά, ο Αλέξανδρος και η Ρηγούλα, που το ένα ζωγράφιζε και το άλλο έπαιζε αμέριμνο με ξυλοκατασκευές κάτω από τον παχύ ίσκιο της κληματαριάς.
     «Μη, παππού! Μην το κάνεις αυτό! Αν σκοτώσεις το σκυλί, θα φύγουμε και δεν θα ξανάρθουμε και δεν θα σε αγαπάμε!», φώναξε δυνατά και τρομαγμένος ο Αλέξανδρος, που ήταν και μεγαλύτερος, κάπου έντεκα-δώδεκα χρονών, κρατώντας σαστισμένος τη  μισοφτιαγμένη ξυλοκατασκευή στα χέρια του και η Ρηγούλα τους μαρκαδόρους της.
     Ο παππούς έκανε βήματα προς τα πίσω, με το όπλο κατεβασμένο, ενοχλημένος αλλά και μετανοιωμένος και μπήκε στο σπίτι.
     Κάθε χρόνο, όλο σχεδόν το καλοκαίρι τα παιδιά το πέρναγαν με τους παππούδες και χόρταιναν παιχνίδι με τα άλλα συνομήλικα, ή σχεδόν συνομήλικα της γειτονιάς τους. Οι γονείς τους, ο γιος και η νύφη του παππού του Θανάση και της γιαγιάς Αργυρώς, με το που έκλειναν τα σχολεία τα έφερναν στο χωριό για τον καθαρό αέρα, την ξενοιασιά και το αγνό σπιτικό φαγητό με τις παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς. Γονείς και παππούδες θεωρούσαν πως αυτό ήταν ότι καλύτερο για όλους.
     Σχεδόν μαζί με το τέλος της σχολικής χρονιάς εκείνο το καλοκαίρι, είχε εμφανιστεί στο μικρό χωριό και «το βρωμόσκυλο», ένα ασπρόμαυρο ανήμπορο και φοβισμένο σκυλάκι. «Πετσί και κόκαλο» είχε μείνει και με έντονη την τριχόπτωση από ένα μεγάλο μέρος του δέρματός του. Το πώς εμφανίστηκε, το ήξερε μόνο ο Λευτέρης, ένας νέος κάπου τριάντα χρονών, που το πρωτοείδε και σε λίγες μέρες είχε μαθευτεί σε όλους από το στόμα του: Ένα κόκκινο αυτοκίνητο που είχε στο πίσω μέρος του και σκυλόσπιτο, σταμάτησε στον κεντρικό δρόμο ένα απόγευμα. Ο οδηγός του κατέβηκε, άνοιξε το σκυλόσπιτο, έβγαλε και άφησε το σκυλί στην άκρη του δρόμου, τίναξε τα χέρια του,  μπήκε ξανά στη θέση του οδηγού κι έφυγε! Μάταια το καημένο έτρεξε για λίγο πίσω από το αυτοκίνητο, εκλιπαρώντας με το γάβγισμά του τα «φιλόζωα» μέχρι εκείνη τη στιγμή αφεντικά του να μην το εγκαταλείψουν! Λίγα δευτερόλεπτα πριν χαθεί το αυτοκίνητο στη στροφή, ο Λευτέρης παρατήρησε πως στο πίσω τζάμι του είχε κολλημένο ιατρόσημο! Από εκείνη τη στιγμή το σκυλάκι έμεινε μόνο κι απροστάτευτο, κοιτάζοντας γύρω χαμένο!
     Πόσο αξιολύπητο ήταν! Γύριζε σαν πεινασμένος και ρακένδυτος ζητιάνος από τότε και με κάθε επιφύλαξη στα δρομάκια του χωριού. Στα μάτια του έβλεπες ζωγραφισμένο ανάγλυφα τον πόνο από την ανθρώπινη προδοσία. Μα ούτε και το καλοδέχτηκε κανείς στο χωριό! Άλλος του πέταγε πέτρες κι άλλος το κυνηγούσε με ξύλο να το χτυπήσει να απομακρυνθεί από την αυλή του! Άλλος προσπαθούσε να το διώξει με τις φωνές και τα «ουστ, βρωμόσκυλο από δω!», αφού όλοι το θεωρούσαν άρρωστο. Και δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι. Και τα ζώα το ίδιο του φέρονταν! Τα άλλα σκυλιά το γάβγιζαν και το έδιωχναν και οι γάτες του ορμούσαν, με την ουρά φουντωμένη. Μέχρι και οι κότες το κυνηγούσαν και το τσιμπούσαν!
     Κανείς δεν είχε ακούσει τη φωνή του – το γάβγισμά του –, παρά μόνο ο Λευτέρης, τα λίγα δευτερόλεπτα που έτρεξε πίσω από το αυτοκίνητο των αφεντικών του. Κι εκείνο το καημένο ανέχονταν υπομονετικά και με το βλέμμα κατεβασμένο την περιφρόνηση και τις προσβολές, νοιώθοντας πάντα αποδιοπομπαίο! Ευτυχώς που βρίσκονταν ορισμένοι στο χωριό και του «πέταγαν» από οίκτο ένα κομμάτι ψωμί! Το έπαιρνε και πήγαινε να το φάει πιο πέρα, χωρίς να το βλέπουν, με την ουρά στα σκέλια πάντα! Μεταξύ των λίγων, ας πούμε φίλων του, ήταν και ο Λευτέρης, που καθημερινά μόλις άρμεγε τα πρόβατα, του έβαζε λίγο γάλα μέσα σ’ ένα παλιό κονσερβοκούτι κι αυτό τού κούναγε την ουρά. 
    Αυτή ήταν όλη κι όλη η στοργή που βρήκε το «αρρωστιάρικο βρωμόσκυλο» σ’ εκείνο το χωριό.
     Από τις πρώτες μέρες που ήρθαν για τις διακοπές τους ο Αλέξανδρος και η Ρηγούλα, πάσχισαν να το φροντίσουν. Μα ο παππούς και η γιαγιά τα μάλωναν κάθε φορά που τα έβλεπαν, να μην το ταΐζουν και μάθει και πηγαίνει στο σπίτι και τούς κολλήσει καμιά αρρώστια. Τότε τα παιδιά έκρυβαν κάθε μέρα λίγο από το φαγητό τους και μόλις καταλάβαιναν ότι ο παππούς και η γιαγιά δεν τα έβλεπαν, εύρισκαν ευκαιρία να του το δώσουν!
     Ένα πρωινό, όλοι στη γειτονιά αιφνιδιάστηκαν με τα γαβγίσματα του «βρωμόσκυλου». Τα άκουγαν για πρώτη φορά και με τον τρόπο του έδειχνε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Πήγε τρέχοντας στην κλειστή αυλόπορτα του Θανάση και της Αργυρώς, έμεινε εκεί και συνέχισε να γαβγίζει επίμονα. Έτρεξαν τα παιδιά κοντά του, ακολούθησε και η γιαγιά. Μόλις έφτασαν εκεί, το σκυλί άρχισε να τρέχει προς το ρέμα, μα, αφού πήγαινε λίγα βήματα, γύριζε πίσω να δει αν το ακολουθούν! Θες από περιέργεια, θες από ένστικτο, η γιαγιά το ακολούθησε κάπως ανήσυχη, ξωπίσω της και τα παιδιά. Λίγο πιο κάτω, κάπου διακόσια-τριακόσια μέτρα έξω από το χωριό, τι να δουν! Το αυτοκίνητο του παππού του Θανάση είχε βγει έξω από το δρόμο και είχε πέσει πάνω σ’ ένα δέντρο!
     «Χριστέ μου! Παναγία μου! Κακό που με βρήκε!», ξεφώνισε η γιαγιά και έτρεξε κοντά του. Ακολούθησαν και τα εγγόνια τρέχοντας κι αυτά, με κομμένη την ανάσα. Μόλις έφτασαν εκεί, είδαν τον παππού πνιγμένο στα αίματα στο πρόσωπο και στα χέρια. Έφτασαν σχεδόν αμέσως και τρεις τέσσερις ακόμα χωριανοί και βοήθησαν να βγει από το σακατεμένο αυτοκίνητο. Γρήγορα διαπίστωσαν ότι εκτός από τα αίματα και τις μισοχαμένες αισθήσεις του, είχε σπάσει και το δεξί του πόδι.
     Η νοσηλεία του στο νοσοκομείο, πριν και μετά το χειρουργείο, κράτησε κάπου κάνα μήνα. Όταν γύρισε με τις πατερίτσες στο χωριό, το «βρωμόσκυλο» τον περίμενε στην αυλόπορτα του σπιτιού και τού κουνούσε την ουρά! Είχε πάρει και λίγο «τ’ απάνω του», από την περιποίηση και τη φροντίδα της γιαγιάς Αργυρώς, του Αλέξανδρου και της Ρηγούλας. Τα πλευρά του δεν φαίνονταν τώρα, όπως πριν, και το τρίχωμά του είχε ξαναφυρτώσει.
     Ο παππούς σταμάτησε τότε το αργό κουτσό βήμα του, κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε, κοιτάζοντας τη γιαγιά:
     «Ποιός ξέρει, αν θα με προλαβαίνατε ζωντανό, αν είχα σκοτώσει το σκυλί τότε με το ντουφέκι!...».

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.12.2018

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018


Κραυγή αγωνίας


     Αποκαθηλώσαμε ιερές εικόνες και ιερά σύμβολα από σχολικές αίθουσες και δημόσιους χώρους για να μην αισθάνονται «άσχημα» οι επισκέπτες/φιλοξενούμενοι στο, τόπο μας.  Υποστείλαμε εθνικά σύμβολα και καταργήσαμε από αυτά το σταυρό, για τον ίδιο λόγο. Και για τον ίδιο λόγο δεν βλέπουμε πλέον εικόνες ηρώων εκεί που ήταν η θέση τους, παραχαράσσουμε την ιστορία και την καταργούμε από τη διδακτέα ύλη σε χολικά βιβλία.
     Άραγε, θα κάνουμε κάποτε κάτι που να αρέσει σ’ εμάς, που μας ανήκει αυτός ο πολύπαθος τόπος;

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.12.2018

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Περί «αθόρυβων εργατών»...

     Όταν μετά από τέσσερα και πλέον χρόνια "αλιεύεις" στο διαδίκτυο θέμα που σε αφορά, με κολακευτικά λόγια και χωρίς να το περιμένεις, τότε εκπλήσσεσαι πολύ ευχάριστα! Ευχαριστώ από καρδιάς την κ. Αλεξία Βλάρα, ευχαριστώ το site https://www.all4fun.gr/portal/ !


Το βιβλίο της εβδομάδας: "Αθόρυβοι εργάτες" του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου

     Δείτε/διαβάστε περισσότερα εδώ:

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Η ρομαντική εποχή της ευχετήριας κάρτας



     Πάντα τις γιορτινές μέρες ανταλλάσσουν ευχές μεταξύ τους οι άνθρωποι. Και όχι μόνο τις γιορτινές μέρες, αλλά και σε κάθε χαρά εύχονται στους αγαπημένους τους, εκδηλώνοντάς τους τα συναισθήματά τους και την αγάπη τους.
     Μια όμορφη συνήθεια, ειδικά τις παραμονές και τις μέρες των Χριστουγέννων, που τείνει κι αυτή να εκλείψει, αν δεν έχει εκλείψει, όπως και πολλές ακόμα, είναι η ευχετήρια κάρτα που έστελναν ταχυδρομικώς οι ξενιτεμένοι στους δικούς τους στο γενέθλιο τόπο και αντίστροφα. Η κάρτα αυτή «επείχε θέσιν» ερχομού των ξενιτεμένων και παρ’ όλο που το κείμενο των ευχών ήταν ολιγόλογο, τύπου τηλεγραφήματος, την περίμεναν με μεγάλη λαχτάρα, πολύ περισσότερο από το γράμμα, ιδίως οι γονείς από τα παιδιά τους! Απερίγραπτη η χαρά και η συγκίνηση με το που την έπαιρναν από τα χέρια του ταχυδρόμου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν, την γέμιζαν δάκρυα, όπως ακριβώς θα έκαναν αν έρχονταν τα ίδια τα αγαπημένα τους πρόσωπα! Μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη ένοιωθαν, ακόμα, όταν οι ευχές προέρχονταν από συγγενείς ή φίλους που δεν είχαν τακτική αλληλογραφία. Οι λέξεις «μας θυμήθηκαν», έβγαιναν αυθόρμητα τότε και με την καρδιά τους! Η αναζήτηση και η επιλογή της κατάλληλης/καλύτερης κάρτας, που θα κέρδιζε και τις εντυπώσεις, ήταν μία ακόμα παράμετρος της διαδικασίας! Ιδιαίτερα μεγάλο φόρτο εργασίας είχαν τις μέρες αυτές και τα ταχυδρομεία, που σε ορισμένα υποκαταστήματα οι ανακοινώσεις για «έγκαιρη αποστολή της αλληλογραφίας» ήταν σε πολύ εμφανή σημεία.
     Μια ακόμα συνηθισμένη χειρονομία που συνόδευε τις ευχές, ήταν και κάποιο χαρτονόμισμα για τον παραλήπτη, και μάλιστα όχι μικρής αξίας, που εσωκλειόταν στο φάκελο μαζί με την κάρτα. Ήταν ο πρωτοχρονιάτικος μποναμάς, τον οποίο πολλοί είχαν δεδομένο, είτε ως αποστολείς, είτε ως παραλήπτες των ευχών. Σε ορισμένες περιπτώσεις,, και όχι λίγες, οι κάρτες αυτές συμπλήρωναν και το στολισμό του χριστουγεννιάτικου δέντρου.  
     Ίσως η ευχετήρια κάρτα να έφτασε στο απόγειό της, όταν «εξελίχθηκε» σε «μουσική». Με το που άνοιγε ακουγόταν μουσική, π.χ. τα κάλαντα ή άλλα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και με το κλείσιμο σταματούσε. Παράλληλα, απέκτησαν μεγάλη προβολή και διακίνηση και οι κάρτες μεγάλων οργανώσεων και συλλόγων, όπως της unicef, της Εταιρίας Προστασίας Σπαστικών κλπ.    
     Οι σύγχρονοι τρόποι επικοινωνίας και δικτύωσης έχουν περιθωριοποιήσει τη ρομαντική εποχή της παραδοσιακής ευχετήριας κάρτας και πέρα από το ότι οι ευχές στέλνονται και λαμβάνονται με την ταχύτητα του φωτός σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, στέλνονται με τον ίδιο τρόπο μεταξύ φίλων και συγγενών ακόμα και σε απόσταση λίγων… εκατοστών!   

«Την εποχή μας τη λένε ηλεκτρονική
κι ένα κουμπί ρυθμίζει τη ζωή μας.
Σαν μαριονέτες μας κατευθύνει μια κλωστή
κι άμα κοπεί ικέτες θα βρεθούμε
στο τέλος του ονείρου…»

Eίναι κάποιοι στίχοι του τραγουδιού με τίτλο «Ηλεκτρονική εποχή», με στιχουργό Δημήτρη Κωνσταντάρα, που τραγουδήθηκε από τη Μπέσσυ Αργυράκη και μας «κερδίζει» όλο και περισσότερο!

     Με αυτό σύντομο ταξίδι στο νοσταλγικό παρελθόν, εύχομαι από καρδιάς ΕΥΦΡΟΣΥΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ σε όλους! 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.12.2018

Τα στέφανα του Χριστιανικού γάμου και η θέση τους μέσα στο σπίτι


     Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Γάμος ήταν θεότητα της αρχαιότητας, γιός του Έρωτα. Γνωστή από τoυς αρχαίους χρόνους και η ένωση του άνδρα και της γυναίκας, με σύμβολο του δεσμού τα στέφανα, κατασκευασμένα τότε από υλικά της φύσης, όπως  κληματόβεργες, κλάδους ελιάς, πέταλα λουλουδιών, κλπ. Γνωστά, επίσης, από τότε και τα άλλα σύμβολα της ένωσης, τα δαχτυλίδια. Για τη Χριστιανική θρησκεία ο γάμος είναι ένα από τα επτά μυστήρια και από τις πιο μεγαλοπρεπείς τελετές της Εκκλησίας μας.
     Μία από τις κορυφαίες στιγμές του μυστηρίου είναι αυτή που ο ιερέας θέτει τα στέφανα στις κεφαλές των νεονύμφων, ως σύμβολα βασιλικά. Συμβολίζουν το νέο βασίλειο που δημιουργείται με το γάμο. Πριν ακόμα αρχίσει το μυστήριο, τα στέφανα έχουν τοποθετηθεί σε σχήμα σταυρού επάνω στο Ευαγγέλιο, το οποίο συμβολίζει την παρουσία του Χριστού στο μυστήριο.
     Εκτός από σύμβολα βασιλικά, τα συναντάμε και με άλλους συμβολισμούς, π.χ.: Α. Σύμβολα νίκης. Με αυτά επιβραβεύονται οι νεόνυμφοι επειδή έμειναν ανίκητοι στον αγώνα τους κατά της ηδονής και διατήρησαν την αγνότητά τους στην προ του γάμου ζωή τους, κάτι που εν πολλοίς σήμερα θεωρείται παρωχημένο. Β. Συμβολίζουν τα στέφανα των μαρτύρων, τονίζοντας τις υποχωρήσεις και τις θυσίες που πρέπει να γίνονται και από τον άνδρα και από τη γυναίκα στην επόμενη ζωή τους. Γ. Για τα στέφανα μιλάνε με σεβασμό και πολλοί σύζυγοι, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον «στεφάνι μου». Δ. Το κυκλικό σχήμα τους θυμίζει δύο κρίκους αλυσίδας, που πιθανότατα συμβολίζουν την ένωση και τη συνέχεια της ζωής.
     Σεβασμό στα στέφανα του γάμου επιδεικνύει γενικά ο λαός. Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, μαζί με τον χαιρετισμό, τις ευχές και τους ασπασμούς στο νέο ζευγάρι μετά το μυστήριο, οι προσκεκλημένοι ασπάζονται και τα στέφανα που το ένωσαν.
      Τα σύμβολα της ένωσης του ζευγαριού παραμένουν μέσα στο σπίτι τους για όλον τον υπόλοιπο βίο του. Η ιερότητά τους τούς δίνει θέση στο εικονοστάσι του σπιτιού σε ειδική κορνίζα, πολλές φορές περίτεχνη, τη στεφανοθήκη. Η θέση τους εδώ συνδέεται και με τη δέηση του ιερέα προς τον Ύψιστο την ώρα του μυστηρίου: «ανάλαβε τους στεφάνους αυτών εν τη Βασιλεία σου, ασπίλους και αµώµους και ανεπιβουλεύτους». Αποδίδεται έτσι τυπικά και ουσιαστικά ο συμβολισμός  της προστασίας του γάμου από τον ίδιο το Χριστό που τον ευλόγησε στο πρώτο Του θαύμα στην Κανά της Γαλιλαίας.
     Για άλλους συμβολισμούς, θρησκευτικούς και κοσμικούς την ώρα του μυστηρίου, π.χ. τις λαμπάδες, την ένωση των χεριών του ζευγαριού, το ρύζι, κλπ, θα ασχοληθούμε σε προσεχές άρθρο.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.12.2018

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Μέρες Χριστουγέννων - παιδικές βιωματικές μνήμες


     Παραμονές Χριστουγέννων και η χαρά απερίγραπτη! Πέρα από την πολύ ευχάριστη αναμονή των γιορτών εκείνης της χρονιάς, τις σχολικές διακοπές, που δεν τις μετράγαμε πλέον σε ημέρες, αλλά σε ώρες, το εορταστικό κλίμα ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. Τα χιόνια είχαν σκεπάσει όλο το χωριό και συνέχιζε να ρίχνει ασταμάτητα. Το ψιλό αεράκι που στροβίλιζε παιχνιδιάρικα μεγάλες και μικρές χιονονιφάδες, πραγματικά σου τρύπαγε το πρόσωπο και το κρύο σου έκοβε την αναπνοή. Υπόκουφα μέσα στη γαλήνη του χιονιού ακούγονταν οι κουβέντες των συγχωριανών που έβγαιναν για λίγο, ντυμένοι σαν κρεμμύδια. Κάποιες δουλειές έπρεπε να γίνουν, έστω και βιαστικά.
    -  Μου φαίνεται πως θα κάνετε νωρίτερα διακοπές για τα Χριστούγεννα φέτος. Αύριο δεν πιστεύω να έχει σχολείο με τέτοιο χιόνι, μας είπε ο παππούς. λίγο μετά που ταχτοποίησαν με τον πατέρα τα πρόβατα.
    -  Θα πάμε οπωσδήποτε! Δεν γίνεται να χάσουμε τη σχολική γιορτή! Θα πούμε και τα ποιήματά μας, απάντησα για λογαριασμό και της αδελφής μου.
     Η μάνα με τη νόνα (τη γιαγιά) είχαν επιδοθεί από νωρίς το απόγευμα να φτιάξουν τα γλυκά. «Στα πόδια» τους κι εμείς, ανακατεύοντας το ζυμάρι, αλευρωμένοι στα χέρια στο πρόσωπο και στα ρούχα, συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στο εορταστικό κλίμα του σπιτιού. Που έννοια για διάβασμα τέτοιες μέρες και τέτοιες ώρες! Και η μάνα και η νόνα, εκεί που τάχα μας μάλωναν να μην γεμίζουμε τον κόσμο αλεύρια και ζυμάρια, εκεί σιγοψιθύριζαν μαζί μας τα κάλαντα και Χριστουγεννιάτικα τραγούδια που είχαμε μάθει στο σχολείο κι από εμάς τα είχαν μάθει και οι ίδιες.
     Αξεπέραστη η τέχνη της μάνας στο άνοιγμα του φύλλου για το μπακλαβά, αξεπέραστη και της νόνας στο χαλβά. Η κάθε μία έφτιαχνε το δικό της, παράλληλα όμως βοηθούσε και την άλλη. Μοσχομύρισε το σπίτι από το καβούρντισμα του αλευριού! Σε λίγο γέμισαν και τα ταψιά με τα φύλλα της μάνας και το τριμμένο καρύδι, την κανέλλα, το γαρύφαλλο και ό,τι άλλο απαιτούσε η παραδοσιακή συνταγή του μπακλαβά, που όλα μαζί έδιναν κι αυτά τη δική τους γιορτινή μοσχοβολιά. 
     Σε λίγο η μάνα άναψε του φούρνο στη γωνιά της αυλής του σπιτιού και ο καπνός του έβαζε τη δική του πινελιά στην εορταστική ατμόσφαιρα. Μέσα-έξω μαζί με τη νόνα τού έβαζαν ξύλα μέχρι να καεί, μέσα έξω κι εμείς, έτσι που να μη χάσουμε στιγμή απ’ όλο το τελετουργικό. Χιόνι; Κρύο; Αέρας; Ούτε που τα «ακούγαμε»! Σάμπως δίναμε και σημασία στις φωνές της μάνας και την νόνας να μείνουμε μέσα στο σπίτι για να μην κρυώσουμε;
     Στην ώρα τους βγήκαν και τα δυο μεγάλα ταψιά με το μπακλαβά για το φούρνο: Στο ένα χέρι την ομπρέλα η μάνα και στο άλλο το πρώτο ταψί. Αμέσως μετά και δεύτερο «δρομολόγιο» μέσα στο σπίτι κι ύστερα τρίτο, τα έβαλε να ψηθούν και τον έκλεισε καλά.
    - Να έχουμε το νου μας. Άμα θα μυρίσουνε θα είναι έτοιμα και πρέπει να τα βγάλουμε, είπε στη νόνα. 
     Νέες, λαχταριστές μοσχοβολιές στην αυλή, στο σπίτι και σε όλη τη γειτονιά, μόλις άνοιξε ο φούρνος και τα σάλια να τρέχουν! Και σε λίγο το μέλωμα, με τα πρώτα μακρόσυρτα «μμμμμμ!» απόλαυσης, από τις πρώτες δοκιμές σε κάποιες γωνίτσες του ταψιού πού «περίσσευαν», ήταν η επιβράβευση στις άξιες νοικοκυρές του σπιτιού από τον εαυτό τους! Σ' εμάς τα παιδιά, μεγαλύτερο, κανονικό κομμάτι, μεγαλύτερη και η απόλαυση!
     - Γειά στα χέρια σας, γυναίκες! Και του χρόνου! Καλά Χριστούγεννα, ευχήθηκε ο παππούς λίγο αργότερα, με το που έβαλε το γλυκό στο στόμα του! Δεν πιστεύω να είναι με βούτυρο και κολαστούμε; ρώτησε.
    - Βοηθήσαμε κι εμείς, είπε η αδελφή μου, που ως η μικρότερη της παρέας, μάλλον ένοιωθε ότι η συμμετοχή μας δεν αναγνωρίστηκε!
     - Με λάδι είναι, πατέρα, από το φετινό, που πήραμε από το λιτρουβιό (ελαιοτριβείο), απάντησε η μάνα.
     - Να κάνουμε καλό κουμάντο. Τα παιδιά που θα έρχονται για τα κάλαντα να τα φιλεύουμε χαλβά που γίνεται εύκολα και γρήγορα. Το μπακλαβά που έχει και περισσότερη δουλειά, να τον έχουμε για τους μεγάλους που θα μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι τις γιορτές, είπε η νόνα στη μάνα κι εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, συμφωνώντας μαζί της.
     Δυο μέρες που απόμεναν πέρασαν γρήγορα και πριν ακόμα ξημερώσει το πρωινό της παραμονής των Χριστουγέννων, μας ξύπνησαν τα πρώτα κάλαντα που ακούστηκαν στην πόρτα. Τιναχτήκαμε σαν λάστιχα από το κρεβάτι με την αδελφή μου, γιατί είχαμε αργήσει! Έπρεπε ήδη να έχουμε συναντηθεί με την παρέα μας, για να «φέρουμε βόλτα» κι εμείς το χωριό, μεταφέροντας από σπίτι το άγγελμα του ερχομού της μεγάλης γιορτής, αλλά και για το πολυαναμενόμενο χαρτζιλίκι μας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας και πέρα από τα κεράσματα σε γλυκά, θα μαζεύαμε αρκετά πενηνταράκια και δραχμές.
     Ετοιμαστήκαμε γρήγορα-γρήγορα και μέχρι να περάσουμε τρέχοντας το κατώφλι, άλλες δυο τρεις παρέες είχαν έρθει να μας τα πουν. Οι προτροπές των γονιών και των παππούδων να είμαστε προσεκτικά, ακούστηκαν κάμποσες φορές. 
     Αφού ανταμώσαμε με τ' άλλα δύο παιδιά της παρέας μας και είχαμε περάσει από τα περισσότερα σπίτια του χωριού, κόντευε να μεσημεριάσει. Κάναμε τη «μοιρασιά» λίγο πιο πέρα από το τελευταίο σπίτι που «τα είπαμε» και με ικανοποίηση είδαμε ότι έβγαιναν κάτι παραπάνω από δεκαπέντε δραχμές στον καθένα μας!
     Φτάνοντας στο σπίτι μας, με απορία είδαμε τρία άλλα παιδιά να πετροβολούν με θυμό τη μάντρα του γείτονα και να τον βρίζουν, λίγο πιο κει από την μεγάλη αυλόπορτα και σε «απόσταση ασφαλείας». Έτσι, τουλάχιστον νομίσαμε, γιατί πλησιάζοντας διαπιστώσαμε ότι δεν πέταγαν πέτρες, αλλά… χαλβά, και με τη δύναμη που χτύπαγε επάνω, κόλλαγε στον τοίχο κι έμενε εκεί!
    - Γιατί το κάνετε αυτό; ρώτησα.
     Πιθανόν με την αιφνιδιαστική παρουσία μας να ένοιωσαν περισσότερο την ανάγκη να «απολογηθούν», αφού… τα είχαν βάλει με το γείτονα. Απάντησε με θυμό και αγανάκτηση για λογαριασμό τους ο μεγαλύτερος της παρέας, συνομήλικός μου και συμμαθητής μου, ο Θάνος:
     - Ακούς εκεί! Τόσους μπακλαβάδες φτιάξανε στα σπίτια αυτές τις μέρες και σ’ εμάς ούτε ένα κομματάκι για δείγμα! Τους φυλάνε να φιλεύουνε τους μεγάλους! Σ’ εμάς πού και πού κάνα πενηνταράκι κι από έναν χαλβά κι αυτόν με το ζόρι!
     Κοιταχτήκαμε με την αδελφή μου, κάνοντας την ίδια σκέψη: Ότι μαζί με τους κολλημένους χαλβάδες στον τοίχο, ήταν κι εκείνοι που κεράστηκαν στο δικό μας σπίτι! Τους δείξαμε χαμογελώντας κι εμείς αυτούς που κρατάγαμε σ’ ένα αλουμινένιο πιάτο και δεν χώραγε άλλους, - φιλέματα από συγχωριανές νοικοκυρές για τα κάλαντα - και χαμογέλασαν μαζί μας!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 7.12.2018