Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Από τις παροιμίες του Δεκέμβρη



                     Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απλοήθη:
                    «Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρετε και στο μύλο,
                    γιατί ο Αϊ-Νικόλας έρχεται με χιόνια φορτωμένος».

                   Αν πρωιμίσει η μυγδαλιά κι ανθίσει το Δεκέμβρη,
                   βαρύς χειμώνας κι όψιμος θενά 'ρθει να μας εύρει.

                   Δεκέμβρη μου με κρύωσες και πώς θα ξεκρυώσω.

                   Δεκέμβρης και δεν έσπειρες, λίγο σιτάρι θα ’χεις.

                   Δεκέμβρης μας επλάκωσε, το κρύο μας φαρμάκωσε.

                   Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβοκλάδες

                   Tο τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι.

                   Χιόνι του Δεκεμβριού, χρυσάφι του καλοκαιριού.

                   Να ν’ τα Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα
                   χαρά σ’ αυτόν το ζευγά που ’χει πολλά σπαρμένα.

                   Χειμωνιάτικη γέννα, καλοκαιρινή χαρά.

                   Γύρω-γύρω του Χριστού, η κορφή του χειμωνιού.

                  Τ’ αϊ-Σπυριδών η μέρα παίρνει ένα σπυρί.

                  Του Δεκέμβρη η μέρα καλημέρα, καλησπέρα.


                  Αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει, αϊ-Σάββας σαβανώνει, 
                  αϊ-Νικόλας παραχώνει (από το κρύο).

                  Και μία για την τελευταία μέρα του Νοέμβρη
                  (Σε άμεση σχέση με το Δεκέμβρη):
                  Τ' αγι-Αντρεώς αντριεύτει (αγριεύει) ο καιρός.

                                                         30 Νοεμβρ. 2017



Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Για το λάδι της χρονιάς!




     Η ελιά δεν ευδοκιμεί στα ορεινά και μέχρι λίγες δεκαετίες πριν που οι δρόμοι ήταν υποτυπώδεις ή ανύπαρκτοι, με δυσκολία έφταναν τα προϊόντα της στα χωριά μας. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της μεταπολεμικής περιόδου, το λάδι δεν ήταν απλά είδος πολυτελείας, αλλά αληθινό χρυσάφι. Και για να δώσουμε πιο ακριβή την περιγραφή της αξίας του, ίσως φτάνει να πούμε ότι για μια κατσαρόλα φαγητό πολυμελούς οικογένειας, ήταν αρκετή μια κουταλιά της σούπας!
     Η δυσκολίες της προμήθειάς του από το εμπόριο, ανάγκαζαν πολλούς νοικοκυραίους να φεύγουν από τον τόπο τους μετά τα μέσα Νοέμβρη, αναζητώντας μεροκάματο σε παραγωγούς πεδινών περιοχών. Επέστρεφαν στο σπίτι τους παραμονές Χριστουγέννων, που τότε ολοκληρώνεται και η συγκομιδή της ελιάς, φορτωμένοι λάδι, ελιές και εσπεριδοειδή, αφού η αμοιβή ήταν συνήθως σε είδος.
     Η αναχώρησή τους είχε εικόνα ομαδικού ξενιτεμού. Μικρές ομάδες ανδρών και γυναικών, κυρίως όμως ανδρών, αλλά και μεμονωμένα άτομα έφευγαν και τα χωριά μας άδειαζαν! Σε πολλά σπίτια έμενε μόνο ο «άμαχος πληθυσμός»! Η μετακίνηση γινόταν με τη συγκοινωνία, φυσικά, και ο καθένας έπαιρνε μαζί του όχι μόνο τα εργατικά του ρούχα, αλλά και στρωσίδια για τον ύπνο. Νέα από τον «ξενιτεμένο» για την υγεία του και πώς «ταχτοποιήθηκε», μάθαιναν οι δικοί του που έμεναν πίσω μια βδομάδα-δέκα μέρες αργότερα, με το πρώτο του γράμμα. Υπήρξε και η "προ της συγκοινωνίας" εποχή, που όλη αυτή η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και με το ζώο του καθένας.
     Η δουλειά δεν ήταν εύκολη με τα μέσα της εποχής εκείνης κι αν επικρατούσαν δύσκολες καιρικές συνθήκες την έκαναν δυσκολότερη. Αν μάλιστα το λιοστάσι ήταν μακριά από την κατοικημένη περιοχή, οι εργάτες αναγκάζονταν να μένουν και σε υποτυπώδη καλύβια, προκειμένου να αποφύγουν καθημερινά τα κάμποσα χιλιόμετρα πήγαιν’-έλα με τα πόδια, αφού και τα οχήματα ήταν ελάχιστα και δυσεύρετα.
     Όσο πέρναγαν οι μέρες και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μεγάλωναν και τα συναισθήματα για την επιστροφή. Αγωνία για το πώς θα έφτανε το λάδι στο σπίτι, που αρκετές φορές η μεταφορά γινόταν με τη συγκοινωνία και με τη σχετική απροθυμία του εισπράκτορα/φορτοεκφορτωτή του λεωφορείου και τη δυσανασχέτηση του οδηγού. Αγωνία κι εκείνων που περίμεναν τον ερχομό του/των δικών τους ανθρώπων, αφού αρκετές φορές εκτός από κουρασμένοι γύριζαν και κρυωμένοι. Αγωνία και των παιδιών που λαχταρούσαμε μια σοκολάτα, λίγες καραμέλες, κάνα παιχνιδάκι και, το κυριότερο, πορτοκάλια, γιατί ούτε κι αυτά ευδοκιμούν στα ορεινά χωριά μας! Μα και πέρα και περισσότερο απ’ όλα αυτά, η φυσική παρουσία των γονιών μας, που με τα χάδια τους, τα κανακέματά τους και γενικά η αγάπη τους θα μας γέμιζαν σε λίγες στιγμές το κενό απουσίας από το σπίτι, ενός μηνός και βάλε!
     Πρώτη χαρά και πρώτη δουλειά της νοικοκυράς με το που έμπαινε το λάδι στο σπίτι, ήταν να φτιάξει τηγανίδες (τηγανίτες) για τα παιδιά της και τους δικούς της, αλλά και να φιλέψει όλη τη γειτονιά. Ο σπιτικός νηστίσιμος χαλβάς κι ο μπακλαβάς που ακολουθούσαν, ολοκλήρωναν τις προετοιμασίες της μεγάλης γιορτής της Γέννησης του Θεανθρώπου. Μέρες χρονιάρες, αλλά και άφθονο στο σπίτι το ευλογημένο λάδι, επιτρεπόταν να «κολυμπήσει» τότε και το φαΐ στην κατσαρόλα με… δύο και τρεις κουταλιές! Άλλη μια καθιερωμένη και σίγουρα απαραίτητη συνήθεια από την πρώτη στιγμή, ήταν ν' ανάψουν το καντήλι στο εικονοστάσι του σπιτιού, ευχαριστώντας και δοξολογώντας με τον τρόπο αυτό το Θεό!
     Να σημειωθεί, τέλος, ότι αρκετοί και σήμερα «πάνε για λάδι» την ίδια εποχή από τα ορεινά χωριά μας, εξασφαλίζοντας έτσι ένα από τα πλέον απαραίτητα προϊόντα της διατροφής μας,  ενισχύοντας, παράλληλα, και το εισόδημά τους.   


                        Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.11.2017

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

«Ο Θεός κι ο γείτονας»


     Πόσα, στ’ αλήθεια, νοήματα και πόσο απόσταγμα σοφίας κρύβουν οι λίγες λέξεις των λαϊκών μας παροιμιών! Στιγμές της ζωής και σε κάθε τους έκφανση διδάσκονται και διδάσκουν μέσα από τις λιγόλογες αυτές φράσεις, με κύριο σκοπό την ορμήνια.
     Μία από τις πολύ γνωστές λαϊκές παροιμίες είναι και «ο Θεός κι ο γείτονας». Πού θα προστρέξει κάθε άνθρωπος στη δύσκολη στιγμή και στη χαρά του; Το Θεό θα παρακαλέσει για την ευτυχία, π.χ. του παιδιού του που παντρεύεται, μα και η συνεισφορά του γείτονα είναι υπερ-πολύτιμη. Στην επίκληση της Θείας βοήθειας θα καταφύγει και για τη δύσκολη ώρα της αρρώστιας, μα και το γείτονά του θα πρωτοφωνάξει και στη δική του βοήθεια θα στηριχτεί.
     Στη δουλειά, πάλι μπροστάρης ο γείτονας: «Ξέλαση» για την αδύναμη οικογένεια  και την οικογένεια που δοκιμάζεται. Ξέλαση: ξένων έλευση για να δώσουν χέρι βοηθείας, πρόθυμα, αμισθί κι ανυστερόβουλα. Άγραφος νόμος, μεν, σεβαστός όμως περισσότερο κι από τον γραπτό δε!
     Πρωτοστάτης πάντα ο γείτονας και στη φιλοξενία των συγγενών και των φίλων που έρχονταν από κοντινά και μακρινά χωριά στη χαρά ή στη λύπη. Σε σπιτάκι μόλις λίγων τετραγωνικών βολεύονταν όλοι και με τον καλύτερο τρόπο!

Σπίτια πνιγμένα από δέντρα και χορτάρια στα χωριά μας, έτοιμα να καταρρεύσουν,
είχαν πάντα τις πόρτες τους ανοιχτές στην ανυστερόβουλη αλληλοβοήθεια!

     Μήπως ήταν απών και από το καλωσόρισμα του ξενιτεμένου; Όλη η γειτονιά και όλος ο μαχαλάς τον καλοδέχονταν, μα και όταν έφευγε, πάλι όλοι μαζί τον κατευόδωναν με τις ευχές τους, τα καλά τους συναισθήματα, τα δάκρυά τους και την αναμονή της επιστροφής του.
     Σήμερα, δυστυχώς, φτάσαμε να έχουμε μεγάλα σπίτια μια μικρές καρδιές! Τα πάντα έχουν εμποροποιηθεί και βιομηχανοποιηθεί και δυστυχώς αυτή τη νοοτροπία δεν την συναντά κανείς μόνο στις πόλεις, αλλά έχει μεταφερθεί και σε μικρά χωριά. Η αστυφιλία μας έδωσε ποιότητα ζωής, αν κι αυτό είναι συζητήσιμο, μας έκανε όμως ξένους και απρόσωπους και μας στέρησε στιγμές, εμπειρίες και ομορφιές ανθρώπινες και ανεκτίμητες. Πάντα στριφογυρίζουν στο μυαλό μου τα λόγια μιας γιαγιάς γειτόνισσας:
     «Μεγάλο το χωριό μας, αλλά “ωχ” να κάνει ένας στη μια άκρη, το ακούνε και τρέχουνε και οι χωριανοί από την άλλη άκρη»!   
     Στον αντίποδα οι πασίγνωστοι στίχοι του Πυθαγόρα από το τραγούδι «και η ζωή συνεχίζεται», με τον Γιάννη Καλατζή, αείμνηστοι και οι δυο:
«Δεκάξι τα πατώματα
στην πολυκατοικία,
στο τέταρτο μαλώματα
στο πέμπτο ξεφαντώματα
στο τρίτο ησυχία».
     Μεγάλο κεφάλαιο, λοιπόν, ο καλός γείτονας, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που πάρα πολλές παροιμίες, γνωμικά και λογοτεχνικά κείμενα, αρχαίων μεταγενέστερων και σύγχρονων προσωπικοτήτων, Ελλήνων και μη, αναφέρονται σ’ αυτόν.


                         Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 15.11.2017

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

29 Μαρτίου 1896 (Ιουλιανό ημερολόγιο): ο Σπύρος Λούης τερματίζει πρώτος στο Μαραθώνιο

(Σύντομο αφιέρωμα στον σεμνό - πρώτο Μαραθωνοδρόμο των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων)

Ο Σπύρος Λούης με παραδοσιακή Ελληνική ενδυμασία,
απαθανατισμένος από τον Γερμανό Άλμπερτ Μάγιερ,
τον φωτογράφο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.


     Ο Σπύρος Λούης ήταν ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης Μαραθωνίου Δρόμου και εθνικός ήρωας, κατά την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων. Γεννήθηκε στο Μαρούσι, στις 12 Ιανουαρίου του 1873 και καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο Σπύρος τον βοηθούσε στη μεταφορα (κουβάλημα) του νερού.
     Όταν αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1894, άρχισαν οι προετοιμασίες για την πρώτη διοργάνωση στην Αθήνα. Ο Γάλλος, Μισέλ Μπρεάλ, εμπνεόμενος και τιμώντας τον άθλο του αγγελιοφόρου Ευκλή να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα, πρότεινε να προστεθεί στα αγωνίσματα και ο Μαραθώνιος Δρόμος, άθλημα που δεν είχε διεξαχθεί ποτέ μέχρι τότε.
      Στην Ελλάδα εκδηλώθηκε μεγάλος ενθουσιασμός για το νέο άθλημα και αποφασίστηκε να οργανωθούν προκαταρκτικοί αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που θα ήθελαν να δηλώσουν συμμετοχή. Διοργανωτής των προκαταρκτικών αυτών αγώνων ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού Παπαδιαμαντόπουλος και χρειάστηκε η μεσολάβησή του να πείσει τον παλιό στρατιώτη του Σπύρο Λούη να δηλώσει συμμετοχή, αφού ποτέ δεν είχε ξεχάσει την αντοχή του στο τρέξιμο και στις μεγάλες αποστάσεις, όταν υπηρετούσε τη θητεία του. Ο πρώτος προκαταρκτικός διοργανώθηκε το μήνα Μάρτη, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας. Ο Λούης δεν πήρε μέρος στον πρώτο, αλλά στον δεύτερο προκαταρτικό, δύο εβδομάδες αργότερα.
     Κατά τη διεξαγωγή του επίσημου αγώνα, τη μεγάλη σωματική κόπωση του Έλληνα αθλητή Σπύρου Λούη ανακούφισε ένα ποτηράκι κρασί στο ύψος του Πικερμίου, κερασμένο από κάποιον ταβερνιάρη της περιοχής! Στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, επειδή ένας αγγελιοφόρος με ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι προηγείτο Αυστραλός αθλητής. Ξαφνικά έφτασε και δεύτερος αγγελιοφόρος, που τον είχε στείλει κάποιος αστυνόμος, μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά και ανήγγειλε ότι πρώτος στον αγώνα δρόμου ήταν Έλληνας! Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν ξέφρενα και να φωνάζουν ρυθμικά: «Έλλην, Έλλην»!
     Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον αργότερα διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο. Τον κέρναγαν διάφορα ποτά και του πρόσφεραν δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα, ως δωρεάν ξύρισμα στο κουρείο τους για πάντα! Κανείς δεν ξέρει αν πήρε κάποια από αυτά τα δώρα ο Ολυμπιονίκης. Ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε να του κάνει, και εκείνος του απάντησε :
     «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό»!
     Ήταν 29 Μαρτίου του 1896.
     Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά τους Ολυμπιακούς, γύρισε στις καθημερινές του ασχολίες και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
     Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και φυλακίσθηκε, για να αθωωθεί ένα χρόνο μετά. Φυσικά, η υπόθεση προκάλεσε πολύ σάλο. 
     Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε σαράντα χρόνια αργότερα, σε μεγάλη ηλικία, όταν προσκλήθηκε τιμητικά από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διεξήχθησαν στο Βερολίνο. Εκεί πήρε μέρος στην τελετή έναρξης, παρελαύνοντας με φουστανέλα πίσω από τον Έλληνα σημαιοφόρο και κρατώντας ένα κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι. Μετά την παρέλαση, προσέφερε το κλαδί ελιάς στον Αδόλφο Χίτλερ. Ίσως να ήξερε ότι ήταν το πιο ειρωνικό δώρο που θα μπορούσε να δώσει κανείς στο γερμανό ηγέτη.

Ο Σπύρος Λούης προσφέρει κλάδο ελιάς στον Αδόλφο Χίτλερ!

    Το ασημένιο κύπελο που απενεμήθη στον Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες, αγοράστηκε και εκτίθεται στο Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, σε δημοπρασία που έγινε στο Λονδίνο, έναντι του χρηματικού ποσού των 654.913, με τιμή εκκίνησης τα 140.000 ευρώ. Σε ανακοίνωση του Ιδρύματος, που αγόρασε το μετάλλιο, αναφέρεται μεταξύ άλλων:  
   […]Το Ίδρυμα θα μοιραστεί το κύπελλο με τον ελληνικό λαό, εκθέτοντάς το μόνιμα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος[…]Το γεγονός ότι η οικογένεια του Σπύρου Λούη κατάφερε να διατηρήσει το κύπελλο για παραπάνω από έναν αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από ταραχώδη γεγονότα, πολυάριθμους πολέμους, καθώς και την Κατοχή της Ελλάδας, συμβολίζει τη σημασία που αποδίδουν οι Έλληνες στην αρχαία κληρονομιά τους και τους Ολυμπιακούς Αγώνες».  

Το ασημένιο μετάλλιο του Ολυμπιονίκη Σπύρου Λούη εκτίθεται στο
Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος
   
    Ο Εθνικός Ήρωας Σπύρος Λούης πέθανε λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα (26 Μαρτίου 1940). Πολλές αθλητικές λέσχες στη χώρα μας και στο εξωτερικό έχουν το όνομά του, όπως το κύριο στάδιο στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθήνας, στον τόπο διεξαγωγής των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά απέξω. Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος «Spiridon-Louis-Ring», που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό πάρκο.
     Μετά τη νίκη του στο Μαραθώνιο το 1896, η παροιμιώδης έκφραση «έγινε Λούης» λέγεται για κάποιον που «εξαφανίζεται» τρέχοντας γρήγορα.
     Ο ασήμαντος μέχρι εκείνη τη στιγμή Σπύρος Λούης, σήκωσε πολύ ψηλά την Ελλάδα! Μια Ελλάδα, που ένα μεγάλο «κομμάτι» της ήταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή, ενώ το ελεύθερο δεν είχε προλάβει να συνέλθει από τα 400 χρόνια δουλείας. Απέδειξε με τη στάση του και με την εν γένει ζωή του ο πρώτος μεγάλος «αρσιβαρίστας» της νεότερης Ελλάδος το σεβασμό του στον Ολυμπισμό και σε κάθε τι το ιδεώδες που εκπέμπεται από τη μεγάλη αυτή Αξία και μας κάνει να στεκόμαστε εκστατικοί στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα.

Ο Εθνικός Ήρωας σε προχωρημένη ηλικία απολαμβάνει  με χαμόγελο τον καφέ του
 κάπου στην Αθήνα, απλοϊκός  όπως σε όλη του τη ζωή!
(Φωτογραφία από το διαδίκτυο)

     Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π. Χ.), ο στρατηγός Μιλτιάδης απέστειλε από το πεδίο της μάχης στην Αθήνα αγγελιοφόρο, πιθανόν τον Ευκλή, από τους ταχύτερους δρομείς της Αθήνας, ν’ αναγγείλει τη νίκη κατά των Περσών. Λέγεται ότι έτρεξε όλη την απόσταση χωρίς διακοπή και με το που μπήκε στην Συνέλευση της Βουλής αναφώνησε το ιστορικό «νενικήκαμεν»! Αμέσως μετά κατέρρευσε και πέθανε! 
---------------------------------------------
    Σημείωση: Μια σύντομη ιστορική αναδρομή των Ολυμπιακών Αγώνων μπορείτε να δείτε/διαβάσετε ΕΔΩ
====================
Πηγές:
 Εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ».
- Εγκυκλοπαίδεια «Γιοβάνη».
- Βικιπαίδεια.
- https://www.lifo.gr/now/culture/8987 
- http://www.kalavrytanews.com/2013/09/blog-post_7228.html#.Wgi0qFt-rcs

                     Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.11.2017

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ο «ψεύτης» καζαμίας



     Κόντευαν τ’ «α’-Νικολοβάρβαρα» και με άγριες διαθέσεις μάς είχε αποχαιρετίσει ο Νοέμβρης και με ακόμα αγριότερες είχε μπει ο Δεκέμβρης του 1970. Με δυνατή καταιγίδα ξεκινήσαμε εκείνο το πρωί για το σχολείο και μέχρι να σχολάσουμε δεν πήρε καθόλου ανάσα. Έβρεχε όλο και πιο δυνατά.  Οι δρόμοι και τα δρομάκια του χωριού τρέχανε ασταμάτητα και τα ρέματα είχανε φουσκώσει τόσο πολύ, που ακόμα και τα πιο μικρά έπρεπε να το καλοσκεφτείς να τα περάσεις. Ο δυνατός αέρας έκανε τα δέντρα να προσκυνάνε τη γη και τυχεροί ήσαν μόνο όσοι είχαν αδιάβροχο, γιατί η ομπρέλα δεν τολμούσε ν’ ανοίξει. Για στεγνά πόδια ούτε λόγος, αφού «σωτήρια» παπούτσια ήταν μόνο οι γαλότσες, αν κι αυτό ήταν σχετικό, με τα νερά της ασταμάτητης δυνατής βροχής για μέρες. 
     Τα διαλειμματα γινόντουσαν μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, που οι ξυλόσομπες «μπουμπούνιζαν» από την πολλή φωτιά. Το ποτάμι που περνάει λίγες δεκάδες μέτρα από το σχολείο, έκανε τόσο θόρυβο και πέρα από το δέος και το φόβο που νοιώθαμε δάσκαλοι και μαθητές, κάποιες φορές δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε και ν’ ακουστούμε.   
     Για μια στιγμή, σε κάποιο διάλειμμα και κάπου στη μέση της εκπαιδευτικής ημέρας, ακούω τον διευθυντή να λέει σε μία από τις δύο δασκάλες του σχολείου, κουνώντας το κεφάλι του και σφίγγοντας τα χείλη του:
     «…Και να δεις που προχτές διάβαζα στον Καζαμία ότι η βαρυχειμωνιά που άρχισε θα συνεχιστεί με την ίδια ένταση μέχρι τα Χριστούγεννα!... Αλίμονό μας!...».  
     Καζαμίας! Εκτός από ημερολόγιο ήταν τότε και ο μοναδικός και ο πλέον απαραίτητος σύμβουλος στο κάθε αγροτόσπιτο για το κάθε τι: Στις γεωργικές εργασίες, στις προβλέψεις των άστρων(!), σε συνταγές μαγειρικής, σε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, σε λογοτεχνικά θέματα, στην πρόγνωση του καιρού και πολλά ακόμα, μέχρι και ανέκδοτα και ονειροκρίτη. Μία από τις πρώτες προτεραιότητες των γονέων και των παππούδων ήταν να τον προμηθευτούν πριν τον ερχομό της νέας χρονιάς, έχοντας έτσι εξασφαλίσει και την απαραίτητη ενημέρωση για τον πρώτο μήνα, το Γενάρη. Και, φυσικά, τον φύλαγαν σαν ευαγγέλιο! Ραδιόφωνα για την όποια «φρέσκια» ενημέρωση και την πρόγνωση του καιρού κάθε βράδυ, τα παντοπωλεία/καφενεία του χωριού και πολύ λίγα σπίτια είχαν, που για να λειτουργήσουν ήθελαν και τις μπαταρίες τους, αφού το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε φράσει ακόμα στις εσχατιές των Καλαβρύτων.
     Ο καζαμίας «προέβλεπε» ακόμα και επικείμενα μεγάλα γεγονότα στον πλανήτη, όπως σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις, κήρυξη πολέμων, σεισμούς, ναυάγια πλοίων, θανάτους μεγάλων προσωπικοτήτων και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς! Οι… προβλέψεις αυτές, μάλιστα, αναφέρονταν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με απόκλιση λίγων ημερών, ή έστω μιας-δυο εβδομάδων! Στη φράση «το γράφει κι ο Καζαμίας», δεν χωρούσαν και πολλές αντιρρήσεις!
     Κόντευε να τελειώσει και το τελευταίο μάθημα και ο βόμβος από τη χαμηλόφωνη κουβέντα των γονιών που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στο υπόστεγο του σχολείου για να μας παραλάβουν, έφτανε ως τις αίθουσες. Μόλις η δασκάλα γύριζε πλάτη, σηκωνόμαστε όρθιοι και τεντωνόμαστε με το βλέμμα προς τα έξω, για να δούμε ο καθένας αν έχει έρθει κάποιος από τους γονείς μας! Πού διάθεση για μάθημα μετά! Αντιλαμβανόμενοι και οι δάσκαλοι την αγωνία γονιών και μαθητών και βλέποντας τη συνεχή επιδείνωση του καιρού, το κουδούνι για το σχόλασμα χτύπησε νωρίτερα.
     Βγαίνοντας έξω, ο καθένας παίρναμε από τους γονείς μας το διπλό και τριπλό αδιάβροχο, για όσο το δυνατόν καλύτερη προστασία από τη βροχή, τον αέρα και το κρύο.
     Στη μέση, περίπου, της διαδρομής για το σπίτι, με τον πατέρα που μας παρέλαβε με την αδελφή μου, άνοιξε η πόρτα ενός σπιτιού που ήταν στο δρόμο μας. Μόλις μας βλέπει η νοικοκυρά, βάζει τις φωνές:   
     «Πω! Πω! Εσείς θα πνιγείτε! Ελάτε μέσα! …Ποιοι είστε;…».
     Προφανώς δεν μας γνώρισε, όπως είμαστε τυλιγμένοι και κουκουλωμένοι μέσα στα αδιάβροχα και οι τρεις, που μόνον τα μάτια μας είχαν μείνει ακάλυπτα!
     Υπακούσαμε με ανακούφιση και πρόθυμα στην προτροπή της. Αφού αφήσαμε τα αδιάβροχα κάτω από το μικρό υπόστεγο, έξω από την πόρτα, μπήκαμε στο σπίτι και κατευθυνθήκαμε στο τζάκι. Φυσικά τότε μας γνώρισε, έβαλε κι άλλα ξύλα στη φωτιά και πιάσανε κουβέντα με τον πατέρα για  την κακοκαιρία που είχε ενσκήψει.
     Σ’ ένα κρεβάτι, δίπλα στο τζάκι, καθόταν μισοξαπλωμέμνος ο άντρας της, πενηνταπεντάρης-εξηντάρης κι αυτός. Μας καλωσόρισε, σταμάτησε το διάβασμα σ’ ένα παλιό κιτρινισμένο και φθαρμένο βιβλίο και τσάκισε τη σελίδα για να συνεχίσει αργότερα. Έβγαλε τα χοντρά μαύρα γυαλιά του, τα άφησε πάνω στο κλειστό βιβλίο και συμμετείχε στην κουβέντα. Σε μια στιγμή τραβάει τον Καζαμία από το περβάζι του παραθύρου, ξαναφόρεσε τα γυαλιά του, τον ξεφύλλισε, κούνησε το κεφάλι του και είπε:
     «Δεν μας τα λέει καλά, τούτος ο Καζαμίας! Γράφει ότι αρχές Δεκέμβρη ο καιρός θα είναι ανοιξιάτικος και ιδανικός για γεωργικές εργασίες!».
     Η απάντηση από τη γυναίκα του ήταν άμεση, επικριτική και χωρίς διάθεση αστεϊσμού:
     «Ε, καημένε κι εσύ! Δεν ήξερες ν' ανοίξεις τα μάτια σου όταν τον έπαιρνες και να διάλεγες έναν που να τα λέει καλά; Ετούτος ούλο ψέματα λέει...»!

 Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.11.2017
https://nikolpapak.blogspot.com/2017/05/blog-post_22.html



Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

«Σε δρόμους της Κίνας»



     Δηλώνοντας λάτρης των ταξιδιών και των πολιτισμών, ένοιωσα κάτι σαν βιασύνη, κάτι σαν λαχτάρα να το διαβάσω το συντομότερο το βιβλίο «Σε δρόμους της Κίνας», μόλις το έλαβα σε ηλεκτρονική μορφή και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την εκλεκτή, αγαπημένη και ανεκτίμητη φίλη Παναγιώτα. Κι αυτό, γιατί, πέρα από την παιδεία της Παναγιώτας,  γνωρίζω αρκετά καλά και την πένα της, όπως γνωρίζω και την αγάπη της στα ταξίδια και τον πολιτισμό. Θέλω να εξομολογηθώ ότι περίμενα μια μεγάλη ταξιδιωτική αφήγησή της, αφού συχνά γράφει και αναρτά στον προσωπικό της ιστότοπο για μικρότερες εξορμήσεις που την μαγεύουν, με τον τίτλο «Ταξιδιωτικά». Κι εδώ δεν θα παραλείψω να σημειώσω, με δικαιολογημένη υπερηφάνεια, ότι σ’ ένα από τα πρώτα άρθρα της με τον τίτλο «Ταξιδιωτικά», περιγράφει τον ερχομό της στο χωριό μου και τη συνάντησή μας εκεί, σε μια επετειακή εκδήλωση για την Εθνική Παλιγγενεσία! (Διαβάστε εδώ:           http://users.sch.gr/panlampri/Taxid2.html  )
     Στο βιβλίο της αυτό, που αφιερώνει και παρέχει δωρεάν «σ’ όσους κουβαλούν στην ψυχή τους κάτι από το πνεύµα του Οδυσσέα»(!), η αγαπητή Παναγιώτα μοιράζεται μαζί μας τις εμπειρίες της και τα συναισθήματά της από ένα ταξίδι της με το σύντροφό της, τον επίσης πολύ αγαπητό μου Χρήστο, στην Κίνα το 2006, δύο χρόνια πριν την Ολυμπιάδα στο Πεκίνο.
     «Ξεφυλλίζοντας» το βιβλίο της στον υπολογιστή, ένοιωσα από την πρώτη στιγμή, από το ξεκίνημα του ταξιδιού να είμαι κοντά τους. Μα και στη συνέχεια παρέμεινα «κολλημένος» δίπλα τους, αφού η Παναγιώτα είναι αξεπέραστη στην περιγραφή, την αφήγηση και τη γλαφυρότητα. Κι όσο οι σελίδες γύριζαν, όλο και «στριμωχνόμουν» δίπλα τους κάθε στιγμή: στις θέσεις του αεροπλάνου, στα τραπέζια των εστιατορίων και νοιώθοντας κι εγώ στο στόμα μου τις γεύσεις των εδεσμάτων, στους δρόμους και στις βιτρίνες των καταστημάτων των μεγαλουπόλεων και στις ξεναγήσεις στα μουσεία της αχανούς Ασιατικής χώρας, στον περίπατο στο Σινικό τείχος, στην όπερα του Πεκίνου, στο ταξίδι με το πλοίο στον ποταμό Γιανγκ Τσε Γιανγκ, στα αστρονομικά μεγέθη του τεράστιου τεχνητού φράγματος του ίδιου ποταμού, στη θέα από τα ψηλά σημεία, στους κήπους Γιου και στα οικοδομήματα της Σαγκάης… παντού! Και δεν θα κρατήσω μυστικό το ελαφρύ μειδίαμά μου, αγαπητή μου Παναγιώτα, ούτε θα κρύψω και τη δικαιολογημένη ζήλεια στις προσπάθειές σας στο δείπνο σας στην Κινεζική πρωτεύουσα με πάπια Πεκίνου: Θυμήθηκα το δείπνο με την οικογένειά μου σ’ ένα Κινέζικο εστιατόριο, πριν χρόνια στον Πειραιά, και τη δεξιοτεχνία του σεφ στον τεμαχισμό της πάπιας, που τελικά ούτε κι εμείς γλύψαμε τα κοκαλάκια της! Ίδια και η στολή του μ’ αυτή της περιγραφής σου, ίδιες και οι κινήσεις του στον τεμαχισμό, ίδια και τα τραπεζομάντηλα του καταστήματος! Στο τέλος τα παιδιά μας φύλαξαν τα ξυλαράκια για ενθύμιο, αφού προτιμήσαμε κι εμείς το σίγουρο πιρούνι κι αυτά έμειναν καθαρά!
     Εκτός της άριστης περιγραφής, το βιβλίο βρίθει λογοτεχνικού πλούτου, μα όχι μόνο αυτά. Με τη γνωστή της συγγραφική τελειότητα η Παναγιώτα, κάνει και σύντομες, αλλά βαθιές διεισδύσεις στον πολιτισμό, τη θρησκεία και την ιστορία της Κίνας. Και, βέβαια, όχι μόνο του αρχαίου, αλλά και του σύγχρονου πολιτισμού της, που κάποιες φορές «οι φωτισµένες πόλεις µας σκοτεινιάζουν την ψυχή!». 
     Το σπουδαίο αυτό πνευματικό έργο «Σε δρόµους της Κίνας», είναι μία ακόμα περίτρανη απόδειξη ότι η φτασμένη εκπαιδευτικός και συγγραφέας Παναγιώτα Λάμπρη, δεν περιορίζει την εκπαιδευτική της ιδιότητα μόνο στις σχολικές αίθουσες, όπως έχω ξαναγράψει. Λάτρης της πένας και με την ανάγκη της έκφρασης και της επικοινωνίας μόνιμα να την διακατέχει, «αρπάζει» και αξιοποιεί κάθε ευκαιρία και μέσα από τις πάμπολλες εκδόσεις της και την αρθρογραφία της στον έντυπο Τύπο, είναι μια αστείρευτη πηγή παροχής παιδείας. Πολύτιμα εργαλεία για την ίδια, αλλά και για τους αναγνώστες της, έχουν γίνει και ο ηλεκτρονικός Τύπος και η προσωπική της σελίδα στο διαδίκτυο.
     Αγαπητή μου φίλη, Παναγιώτα, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το πανέμορφο και μοναδικό ταξίδι στον «άλλο μεγάλο πολιτισμό», που σημαίνουν τα ιδεογράμματα των στην Κινεζική γλώσσα 希臘 »), εννοώντας εκείνοι τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό!
     Εύχομαι πάντα στη ζωή σου να νοιώθεις αυτό που τόσο ποιητικά γράφεις στην 129 σελίδα του βιβλίου σου:
     «Αλλά να, οι κορφές έχουν άλλη γλύκα, όταν μετά από κόπο τις κατακτάς! Τόσο οι αληθινές των βουνών, όσο και κείνες της ζωής που νιώθεις πως νικητή σε στέφουν!».

Διαβάστε όλο το βιβλίο εδώ:


Λίγα λόγια για τη Συγγραφέα     

   Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη γεννήθηκε στη Ροδαυγή Άρτας. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αρθρογραφεί, δημοσιεύει βιβλιοπαρουσιάσεις και μελέτες κι έχει βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 2006 εξέδωσε τη λαογραφική μελέτη «Ροδαυγή - Το Ρόδο της Αυγής», το 2009 τη συλλογή διηγημάτων «Το χάσικο ψωμί», το 2011 τη μελέτη «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής», το 2014 την ποιητική συλλογή «Ἐν ὀδύναις», το 2015 τη μελέτη «Η Μνήμη της Γεύσης - Αρχέγονων Ηπειρωτικών Εδεσμάτων Συναγωγή», το 2016, σε δεύτερη έκδοση, το βιβλίο της «Ροδαυγή - Το Ρόδο της Αυγής».

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.11.2017

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Ο Ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και η συνοικία Απανάκρη στο Λειβάρτζι



Ο Ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών
α. Ο ναός

     Ο σημερινός ναός των Ταξιαρχών στη συνοικία Απανάκρη στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων, κτίστηκε περί το 1830. Προϋπήρχε, όμως, άλλος ναός των Ταξιαρχών σε υψηλότερο σημείο, στη θέση «Κοτρώνα», χρονολογούμενος από το 1750. Ο ναός εκείνος μεταφέρθηκε (1830) στο κέντρο της συνοικίας - που είναι σήμερα -, από το φόβο μήπως τον παρασύρει ο ορμητικός χείμαρρος, που ειδικά τους χειμερινούς μήνες γίνεται επικίνδυνος. Το 1890 αφαιρέθηκε ο τρούλος της εκκλησίας, λόγω των φθορών που είχε υποστεί και είχαν επηρεάσει σημαντικά τη στατικότατά του.
     Οι Ταξιάρχες ήταν και ο ενοριακός ναός της συνοικίας. Όταν περί το 1850 πέθανε ο εφημέριος, πήγαινε και λειτουργούσε εκεί ιερέας από την άλλη ενορία του Λειβαρτζίου, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο του Μεσοχωρίου, μέχρι που χειροτονήθηκε ιερέας ο Χαράλαμπος Κανελόπουλος, πρώην δικαστικός. Ο ιερέας αυτός μετατέθηκε το 1882 και η ενορία χήρεψε και πάλι. Τότε πήγαινε και ιερουργούσε στους Ταξιάρχες ο παπα-Γιάννης Κωνσταντέλος από την αγία Παρασκευή, της συνοικίας Περιτσαίοι. Λίγο αργότερα οι δύο συνοικίες απετέλεσαν μία ενορία. Μετά το 1920, που ο ένας ιερέας της Αγίας Παρασκευής πέθανε και ο άλλος μετατέθηκε στην Πάτρα, το Λειβάρτζι αποτελεί μία ενορία, τον Άγιο Γεώργιο, που λειτουργεί μέχρι σήμερα.   
     Αρκετά μεταγενέστερα της ανέγερσης του ναού των Ταξιαρχών, κτίστηκε στον ίδιο χώρο και ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους. Πέραν της 8ης Νοεμβρίου και της 10ης Φεβρουαρίου, η συνοικία γιορτάζει στις 30 Νοεμβρίου και στις 20 Ιουλίου, αφού στο ναό του Αγίου Χαραλάμπους είναι και οι εικόνες του Πρωτοκλήτου Αποστόλου και του προφήτη Ηλία.


Ο Ιερός Ναός του αγίου Χαραλάμπους
     Ως κτήτορες, ευεργέτες και αφιερωτές του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών αναφέρονται στο βιβλίο του Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουντούμη: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ»,  οι: Θεόδωρος και Παναγιώτης Γκριάνης, τα τέκνα του Γ. Οικονομίδη, οι Ανδρέας και Παναγιώτης Νταλάνας, η Πανωραία Αναστασοπούλου και η Ελένη Παυλάτου. Αναμφισβήτητα όμως μεταγενέστερα της έκδοσης του βιβλίου αυτού, υπήρξαν και άλλοι ευεργέτες και αφιερωτές και ο κατάλογος είναι μεγαλύτερος.

Οι μόνιμοι κάτοικοι φροντίζουν με περισσή αγάπη τον ιερό χώρο της συνοικίας τους, εντός και εκτός των Ναών!

β. Η Συνοικία

     Την ονομασία της η συνοικία οφείλει στο ότι ευρίσκεται στην επάνω (απάνω) άκρη, σε αντιδιαστολή με την πρώτη συνοικία του χωριού Κατάκρη (κάτω άκρη), που κατοικήθηκε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Πρώτοι οικιστές της φέρονται οι αδελφοί Ξανταίοι, που μετονομάστηκαν σε Χρυσανθόπουλοι. Μετά από αυτούς κατοίκησαν πρόσφυγες από την περιοχή της Ακράτας.
     Η Απανάκρη άρχισε να κατοικείται τις πρώτες δεκαετίες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την εισβολή των τούρκων στην Ελλάδα, ως μέρος δυσπρόσιτο στον κατακτητή. Την εποχή εκείνη η περιοχή ήταν πυκνοδασωμένη, γι’ αυτό και οι πρώτοι οικιστές της ήταν κτηνοτρόφοι. Είχαν χτίσει, μάλιστα, και μικρή εκκλησία προς τιμή του αγίου Μάμα, προστάτου των ζώων. Αποτελείται από δύο μικρότερες συνοικίες, την Ανατολική και τη Δυτική Απανάκρη, επειδή είναι χτισμένη ανατολικά και δυτικά του Λειβαρτζινού Ερύμανθου ποταμού.
     Η Απανάκρη είναι γενέτειρα μεγάλων προσωπικοτήτων και ευεργετών του χωριού, της επαρχίας και της Πατρίδος. Σ’ ένα φτωχόσπιτο της συνοικίας, ακριβώς κάτω από την εκκλησία των Ταξιαρχών, γεννήθηκε ο Σπυρίδων Σακελλαρίου ή Σπηλιωτάκης, γιός του ιερέα Σακελλαρίου. Νέος έφυγε για την Τεργέστη, όπου διακρίθηκε για την εντιμότητά του και την εργατικότητά του. Εξελίχτηκε σε μεγάλο οινοπνευματέμπορο, μα ποτέ δεν ξέχασε το χωριό του και το σπιτάκι που γεννήθηκε. Η οικονομική του δύναμη του έδωσε τη δυνατότητα και άφησε μεγάλη διαθήκη, με την οποία το 1856,  οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του, ξεκίνησε η ανέγερση του εκπαιδευτικού μεγάρου στο Λειβάρτζι, που έχει την πρόσοψη της Σιναίας Ακαδημίας Αθηνών. Στην ίδια διαθήκη ο μεγάλος αυτός ευεργέτης, άφησε κληροδότημα με το οποίο σπούδασαν πολλά παιδιά του χωριού. 
     Το μικρό σπίτι που γεννήθηκε ήταν κάτω ακριβώς από τις δύο εκκλησίες της συνοικίας και σήμερα δεν υπάρχει. Ένα τμήμα του υπήρχε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όπως μαρτυρούν φωτογραφία του Ιατρού Θεόδωρου Λέλου και το βιβλίο του γράφοντος «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!».

Το σπίτι που γεννήθηκε ο «πρύτανης» των Λειβαρτζινών Ευεργετών Σπυρίδων Σακελλαρίου ή Σπηλιωτάκης,
σήμερα δεν υπάρχει! Σε «πρώτο πλάνο» ο «Οικομομιδαίικος Πύργος»
(Φωτογρ. αρχές της δεκαετίας 1960, από το βιβλίο «Λειβάρτζι, σ' ευχαριστώ!»)

     Σχολαρχείο το εκπαιδευτικό αυτό μέγαρο και πολυθέσιο δημοτικό. Αργότερα τριθέσιο, μετά διθέσιο και τελευταία μονοθέσιο δημοτικό σχολείο, μέχρι το 2011 που έκλεισε. Σήμερα, με εργασίες και φροντίδες και τη συμβολή των Συλλόγων Αθήνας και Πάτρας λειτουργεί ως ένα πρότυπο λαογραφικό μουσείο, παρέχοντας παιδεία και με την νέα του αυτή μορφή. Διαθέτει έξι αίθουσες, μεταξύ των οποίων και μεγάλη βιβλιοθήκη, και αξιολογήθηκε από ειδικούς του υπουργείου πολιτισμού, ως ένα από τα λίγα πολυθεματικά λαογραφικά μουσεία της Ελλάδας.
      Μέσα στις σχολικές αίθουσες, που όλους όσους φοιτήσαμε εκεί μάς πλημμυρίζουν με νοσταλγία, πλάσθηκαν ήθη και συνειδήσεις, μεταλαμπαδεύτηκαν Αξίες και γαλουχήθηκαν προσωπικότητες μεγάλου ύψους. Από εκεί ξεπήδησαν επιστήμονες όλων των κλάδων και μεταγενέστεροι μεγάλοι ευεργέτες. Και ήταν τέτοια η ακτινοβολία του εκπαιδευτηρίου αυτού, που όχι μόνο «Λειβαρτζινόπουλα», αλλά και παιδιά από μακρινές περιοχές φοίτησαν: από τα χωριά της Βλασίας, της Λαμπείας και της Τριταίας!

Εκδήλωση στο σχολείο/λαογραφικό μουσείο, το οποίο είναι δωρεά του Σπυρίδωνος Σακελλαρίου ή Σπηλιωτάκη.
(Φωτογρ.: Λευτέρης Αβραμίδης)

      Από το 1928 με πρωτοβουλία του τότε Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου, καθιερώθηκε και τελείται κάθε χρόνο του αγίου Σπυρίδωνος μνημόσυνο στη μνήμη του πρύτανη Λειβαρτζινού ευεργέτη, με την παρουσία όλων των μαθητών και των δασκάλων. Μετά το 2011 που το σχολείο έκλεισε, το μνημόσυνο τελεί το Τοπικό Συμβούλιο Λειβαρτζίου.
     Από την ίδια συνοικία ξεκίνησαν οι αδελφοί Σπήλιος, Λεόντιος και Κλεομένης, παιδιά του Αναγνώστη Οικονομίδη, και ίδρυσαν τη μεγάλη ΧΡΩΠΕΙ (διαβάστε περισσότερα στο σχετικό άρθρο στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS:
     Οι λίγοι εναπομείναντες σήμερα μόνιμοι κάτοικοι της συνοικίας, διακρίνονται για την εργατικότητά τους και την προσήλωσή τους στις Αξίες Κάθε καλοκαίρι «ξαναζούν», βλέποντας το μαχαλά να «ξαναζωντανεύει» από τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, όπως και σε όλο το χωριό. Και ο τριώροφος «Οικονομιδαίικος πύργος», αν και «στέκει» ακόμα, έχει υποστεί πολύ μεγάλες φθορές, είναι «πνιγμένος» από τον κισσό και σύντομα θα καταρρεύσει.
===============================

Πηγές:
1: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», του Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουντούμη, έκδοση 1941.
2: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΨΩΦΙΔΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ» του Αθαν. Θ. Λέλου, έκδοση 1953.
3: «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», του Νικ. Παπακωνσταντόπουλου, έκδοση 2002.

                               Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.11.2017